- γουστόζικος, -ια
- γουστόζικος, -ια και -η, -ο επίρρ. -α ο νόστιμος, ο ευχάριστος, ο διασκεδαστικός: Είδα μια γουστόζικη ταινία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γουστόζικος — η, ο 1. χαριτωμένος, κομψός 2. διασκεδαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο σχηματισμένο από το ουδέτερο τού γουστόζος*] … Dictionary of Greek
γουστόζος, -α, -ικο — γουστόζικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουστόζος — α, ο και ικο ο γουστόζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustoso] … Dictionary of Greek